Ευνόμιος

Ευνόμιος
(333 – 393; μ.Χ.). Αρειανός επίσκοπος Κυζίκου και ρήτορας. Δάσκαλός του στη θεολογία ήταν ο αρειανός Αέτιος. Εξαιτίας των φρονημάτων υπέρ του αρειανισμού εκδιώχθηκε από την επισκοπή. Το 383 παρέδωσε μία έκθεση πίστης στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, επειδή όμως δεν ήταν ικανοποιητική, εξορίστηκε. Από τα συγγράμματά του λίγα έχουν διασωθεί. Με την Απολογία του πολέμησε τις απόψεις του Μεγάλου Βασιλείου. Μετά την απάντησή του συνέταξε την Απολογίαν υπέρ απολογίας, η οποία όμως χάθηκε. Υπήρξε ο εισηγητής της χριστιανικής αίρεσης των Ευνομιανών, την οποία καταδίκασε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Εὐνόμιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐνομίου — Εὐνόμιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐνομίῳ — Εὐνόμιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐνόμιε — Εὐνόμιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐνόμιοι — Εὐνόμιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐνόμιον — Εὐνόμιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Евномий — Εὐνόμιος 10 й епископ Кизикский 360   361 Церковь: Кизикская православная церковь …   Википедия

  • Eunomius of Cyzicus — Eunomius (Εὐνόμιος) (died c.393), one of the leaders of the extreme or anomoeans, who are sometimes accordingly called Eunomians, was born at Dacora in Cappadocia early in the 4th century.He studied theology at Alexandria under Aetius, and… …   Wikipedia

  • URANOBOSCAE — dicti sunt Eunomius, Aetius et Thophilus Aethiops, Euzoio Arii primum συναιρεσιώτῃ, postea eius et asseclarum hosti facto, sub Valente Imp. in Synodo Antiochiae, faventes, uti quidem docet Philostorgius, l. 9. tom. 3. p. 120. Graece Οὐρανοβόσκαι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ευνομιανοί — Οπαδοί της χριστιανικής αίρεσης του 4ου αι., που ξεκίνησε από τον Ευνόμιο (βλ. λ.), σε συνέχεια της αίρεσης του αρειανισμού (βλ. λ. Άρειος). * * * Eὐνομιανοὶ και Εὐνόμιοι, οἱ (ΑΜ) αιρετικοί, οπαδοί τής ακραίας αρειανικής μερίδας τού Ευνομίου, που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”